εμβρυομητρικός

εμβρυομητρικός
-ή, -ό
ο σχετικός με το έμβρυο και τη μητέρα: Εμβρυομητρική ανταλλαγή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εμβρυομητρικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με το έμβρυο και τη μητέρα («εμβρυομητρική ανταλλαγή») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”